Ιδρωμένος.. Σαν να είχε μόλις γυρίσει από αλητείες στη βροχή, κάπως έτσι ξύπνησε.. Ίσως από εφιάλτη, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα. Ούτε καν πού πέρασε το προηγούμενο βράδυ, πόσο ήπιε ή ποια φιλότιμη ψυχή τον κουβάλησε (πάλι) σπίτι.. Tabula rasa.. Έτρεξε στο μπάνιο κι άνοιξε τη βρύση. Άφησε το νερό να τρέχει κι έμεινε να κοιτιέται στον καθρέφτη. Σαν υπνωτισμένος. Καμία ανησυχία.. Ούτε για τις κόκκινες γρατσουνιές στον αριστερό ώμο, ούτε για τα ακόμη πιο κόκκινα μάτια.. Σαν να προσπαθούσε να σκανάρει κάτι. Πίσω από τον καθρέφτη.. Μέσα από το είδωλό του..
«-
Τι προσπαθείς να κάνεις, ρε..;» αν οι σκέψεις του μπορούσαν να δραπετεύσουν και να υψώσουν ανάστημα, θα ήταν ικανές να σηκώσουν όλη τη γειτονιά στο πόδι, «..
δεν θα βάλεις ποτέ μυαλό, μαλάκα..»
Όλα γύριζαν στο κεφάλι του, οι ίδιες βαρετές εικόνες ξανά και ξανά. Οι νύχτες τα τελευταία τρία χρόνια καρμπόν. Ειρωνεία.. Από εκείνο το βράδυ που άρχισε να κατρακυλάει από το ζενίθ στο ναδίρ.. Και να φανταστείς ότι προσπαθούσε να ξεχάσει..
Έριξε βιαστικά νερό στο πρόσωπό του κι επέστρεψε στο δωμάτιο. Άνοιξε το παράθυρο, άναψε τσιγάρο και βυθίστηκε στην παλιά ξεφτισμένη πολυθρόνα. Η ώρα σχεδόν 5.00.. Δεν πρέπει να κοιμήθηκε πάνω από μια ώρα, αλλά του φάνηκε πως είχε ήδη αρχίσει να ξενερώνει..
«- Πότε έφυγε αυτή και δεν την πήρα χαμπάρι..». Η Νάνσυ, η Μαίρη, η Σοφία.. Μία απ’ αυτές.. Μπορεί και όλες.. Κι άλλες προηγούμενα, αλλά πού να θυμάται τώρα όλα τα ονόματα.. Οι καλές του νεράιδες.. Του σκότους.. Που έριχναν λίγο φως στις νύχτες του.. «-
Δεν βαριέσαι.. Να μείνω λίγο μόνος, μπας και καταφέρω να γράψω τίποτα..».
Να μείνει μόνος. Και πότε, αλήθεια, είχε παρέα..; Όλα αυτά τα ατέλειωτα βράδια που γύρναγε στα γνώριμα καταγώγια, έπινε και γινόταν χώμα με τους ίδιους -
ή καινούριους- θαμώνες (
όχι, κανένας τους δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί φίλος.. γνωστός μόνο).. Μπορεί να ξέρναγε, να πήδάει τις γνωστές νεράιδες και, -
ο κανόνας- μόνο αφού είχε αρχίσει πια να ξημερώνει να καταλήγει σπίτι.. Ή στα σκαλιά του.. Γεμάτα τα βράδια του.. Πανομοιότυπα.. Προπαντός μοναχικά..
Fed up.. Πόσο ακόμα να συνεχιστεί αυτό.. Οι ίδιες άχρωμες και ανθυγιεινές συνήθειες.. Του το είχε τονίσει και ο γιατρός
«-..πρόσεχε λίγο, γιατί δεν το βλέπω καλά το συκώτι σου..»
Πήρε το laptop στο κρεβάτι. Είχε καιρό να το κάνει αυτό.. Δεν ήταν δικό του το φταίξιμο.. Απλά όλο αυτό το διάστημα κοιμόταν τη μέρα.. Θα μπορούσε να αλλάξει ακόμα κι αυτό όμως..
Το ξάφνιασμα από το δυνατό μπλε της οθόνης κράτησε κλειστά τα μάτια του για λίγο, αλλά δεν άναψε άλλο φως.. «-
Καλύτερα έτσι..», σκέφτηκε
«.. άλλωστε σε λίγο ξημερώνει..»
Πολύ παθέτικ όλα αυτά. Λυπάμαι , φοβάμαι και εκνευρίζομαι ταυτόχρονα.