Είχαν δώσει ραντεβού στο παλιό λιμάνι του νησιού, όπως την πρώτη φορά. Σε όλο το ταξίδι με το καράβι, προσπαθούσε να θυμηθεί πόσος καιρός είχε περάσει από την τελευταία φορά που τον είχε δει στο φως της ημέρας. Τα χαρακτηριστικά του. 'Είναι όμορφος', θα σου έλεγε αν την ρωτούσες, κι ας μην είχε ιδέα πώς θα τον περιέγραφε με σχετική έστω ακρίβεια τη συγκεκριμένη στιγμή. Καμία λεπτομέρεια, αλλά και τίποτε άλλο δεν μπορούσε να έχει την παραμικρή σημασία, τουλάχιστον όχι για τις επόμενες ώρες. Είχε φτάσει πρώτη. Εκείνος θα έφτανε λίγες ώρες αργότερα με το επόμενο καράβι. Ανυπομονούσε να τον δει, ίσως περισσότερο κι από την εφηβική αγωνία που ένιωθε πριν από κάθε πολύτιμο βράδυ που περνούσε μαζί του. Ήταν από τις λίγες φορές που θα τον έβλεπε πραγματικά διαφορετικά. Το άγγιγμά του τις νύχτες ήταν ό,τι πιο όμορφα αληθινό είχε νιώσει εδώ και καιρό και ίσως η χειραψία ή το φιλί στο μάγουλο σε λίγο να της προκαλούσαν το ίδιο ευχάριστο ρίγος. Τον είδε από μακριά να αποβιβάζεται και στο μυαλό της σχηματίστηκαν στιγμιαία δεκάδες παράδοξα ιδανικές εικόνες. Ήθελε να τον αρπάξει και να τον φιλήσει δυνατά, να μην του αφήσει σταγόνα ανάσας. Αντάλλαξαν ένα πεταχτό φιλί κι εκείνος την έπιασε από τη μέση. Άρχισαν να περιφέρονται στα σοκάκια του νησιού, χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση ή προορισμό. Δεν ήταν τίποτε προσχεδιασμένο, έτσι κι αλλιώς. Μόνον αυτός ο παράξενος τόπος συνάντησης. Ο ήλιος έκαιγε τόσο, που της ήταν αδύνατον να σηκώσει το κεφάλι και να τον κοιτάξει στα μάτια. Ίσως και να δίσταζε, από φόβο μήπως αυτά τελικά την τυφλώσουν. Την θάμπωναν ήδη τις νύχτες που τα έβλεπε καθαρά.. Περιπλανήθηκαν για ώρες σε στέκια διάφορα, παλιά. Κάθονταν πάντα αντικριστά, όπου κι αν βρίσκονταν. Κοιτάζονταν και μιλούσαν, και, πού και πού εκείνη ξεσπούσε σε δυνατό νευρικό γέλιο που την έκανε να αισθάνεται άβολα για λίγο, όμως μπορούσε να αφήνεται όλο και πιο πολύ, αφού στο τέλος κατάφερνε να παρασύρει κι εκείνον. Εξακολουθούσε να κάθεται απέναντι, κι όμως, τόσο ασφυκτικά κοντά του, κι ίσως αυτό το ανεπιτήδευτα στημένο τους παιχνίδι να μεγάλωνε τόσο την εξάρτησή της. Να νυχτώσει και να βρεθεί πάλι μόνη μαζί του. Μικρά αγγίγματα και βιαστικά φιλιά στο λαιμό. Δεν ήταν που υπήρχε κόσμος τριγύρω. Ήταν που το παρόν τους ξεχείλιζε τώρα από άλλες απτές εικόνες κι έκανε εκείνες τις κρυφές επιθυμίες, βασανιστικά γοητευτικές, ακριβώς γιατί δεν θα πραγματώνονταν εκείνη την ώρα. Οι δείκτες των ρολογιών κινήθηκαν ανεπαίσθητα γρήγορα, που, αν δεν ερχόταν το γκαρσόνι να τους ζητήσει να πληρώσουν, θα δυσκολεύονταν να πιστέψουν πως ο ήλιος είχε σβήσει πια για τα καλά. Σηκώθηκαν να φύγουν. Μερικές ακόμη στιγμές περιπλάνησης σ’ εκείνα τα σκοτεινά δρομάκια, πριν πάρουν το τελευταίο καράβι της επιστροφής. Πιασμένοι χέρι-χέρι, περπατούσαν χαμογελώντας ανέμελα, κι εκείνη ήθελε τώρα να τον κοιτάξει στα μάτια και να μείνει καρφωμένη μέσα τους. Η θερμοκρασία είχε πέσει αισθητά και τα μπλεγμένα τους χέρια είχαν παγώσει. Έστριψαν στο τελευταίο απόμερο στενό πριν το λιμάνι κι εκείνος σταμάτησε ξαφνικά, την τράβηξε δυνατά πάνω του και τα χείλη τους κόλλησαν σε μια απίθανα σκοτεινή στιγμή που έμοιαζε ότι θα διαρκούσε για πάντα. Σχεδόν ίσως όσο θα μπορούσε να διαρκέσει και η μοναδικά υπέροχη κρυμμένη τους νύχτα..
Come into this night Here we'll be gone So far away From our weak and crumbling lives Come into this night When days are done Lost and astray In what's vanished from your eyes.. (‘Benighted’/OPETH)
Ετικέτες Dreams of Neverland |
Πανέμορφη ιστορία my sweet Weirdo. Μου θύμισες κάτι που περνάει ένας πολύ δικός μου άνθρωπος αυτόν τον καιρό...Μοναδικές στιγμές...Πραγματικά...