".. Σιγά σιγά γινόμαστε μία αχώριστη, μικρή συμμορία. Τριγυρνάμε στους δρόμους της πόλης και ζούμε περιπέτειες. Κανένας από τους μεγάλους δεν καταλαβαίνει όλα αυτά που κάνουμε και είναι καλά έτσι, γιατί ως επί το πλείστον είναι απαγορευμένα. Το αγαπημένο παιχνίδι του Ρόμεκ είναι να πετάει βαρελότα στις πόρτες των ανθρώπων και μετά να βλέπει τα τρομαγμένα πρόσωπά τους, γιατί σκέφτονται κάθε φορά ότι είναι βόμβα! Σ’ αυτόν τον άγριο και τρελό καιρό μετά τον πόλεμο, μπορώ να ανακαλύψω κανονικά παιδικά χρόνια. Μια μέρα ο Ρόμεκ με τραβάει σε μία πίσω αυλή και με σπρώχνει να περάσω μία σιδερένια πόρτα σε ένα μικρό, κατασκότεινο χώρο. Κρατώ την ανάσα μου από την ένταση. Μετά από λίγο τα μάτια μου συνηθίζουν στο σκοτάδι και αναγνωρίζω ότι καθόμαστε σαν σε θέατρο μπροστά σε μια σκηνή. Όταν η κουρτίνα σηκώνεται, περιμένω με λαχτάρα τους ηθοποιούς. Όμως αντί για ηθοποιούς, στον άσπρο τοίχο ανάβουν φώτα και διαβάζω τα μεγάλα γράμματα: Ο ΛΕΥΚΟΣ ΑΡΑΠΗΣ Και ξαφνικά εμφανίζονται εικόνες που κινούνται. Άνθρωποι τρέχουν πάνω στον τοίχο και συζητούν, ένα αυτοκίνητο περνά πάνω στη σκηνή, βλέπω ακόμα κι ένα σκυλί που γαβγίζει. Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται, γιατί όλα γίνονται τόσο γρήγορα και είναι τόσο δυνατά, αλλά ένα είναι ξεκάθαρο: εδώ πρόκειται πάλι για τον έρωτα. Αρχίζω και ζαλίζομαι. Σαν μέσα σε ομίχλη παρακολουθώ τα γεγονότα, μέχρι που μετά από μία φανφάρα οι εικόνες εξαφανίζονται και εμφανίζεται η λέξη «KONIEC», τέλος. Τρίβω τα μάτια μου και περπατώ σαν ναρκωμένη πίσω από τον Ρόμεκ προς την έξοδο. «Λοιπόν; Τι λες;» Το πρόσωπό του φωτίζεται από ενθουσιασμό, τα μικρά, έξυπνα μάτια του λάμπουν. «Τι ήταν αυτό;», ρωτώ με ψιλή φωνή, ακόμα επηρεασμένη. «Αυτό», ανακοινώνει επίσημα ο Ρόμεκ, «ήταν σινεμά!».." Ρόμα Λιγκότσκα _____________________________________ .. ακολουθώντας τους κανόνες που είχε ήδη σπάσει ο Ελεύθερος Σκοπευτής όταν με προσκάλεσε στο παιχνίδι με τα αγαπημένα ποιήματα. |
Παρεμβολη; Βασικοτατο ειναι αυτο.
Μην το υποβαθμιζεις.
Πανεμορφο.
Αυτο εχω στο νου μου σαν πιστη περιγραφη μιας εικονας, λεπτομερη.